ἀχρωμάτιστα

ἀχρωμάτιστα
ἀχρωμάτιστος
uncoloured
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”